ἐπικαίρου

ἐπικαίρου
ἐπίκαιρος
in fit time
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επικαιρότητα — η η ιδιότητα τού επίκαιρου*, η εγκαιρότητα από άποψη χρόνου ή η καταλληλότητα από άποψη τόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίκαιρος. Η λ. στον λόγιο τ. επικαιρότης μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Πρωτεύουσα] …   Dictionary of Greek

  • καμπάνια — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”